- κυηρόν
- κυηρόςpregnantmasc acc sgκυηρόςpregnantneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυηρός — κυηρός, ά, όν (Α) [κυώ] (κατά τον Ησύχ.) 1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυηρόν «ἔγκυον ἁπαλόν, βλαστόν» … Dictionary of Greek